ποντώ — όω, ΜΑ [πόντος] μσν. ταξιδεύω διά θαλάσσης» αρχ. 1. βυθίζω στη θάλασσα 2. πνίγομαι 3. παθ. ποντοῦμαι, όομαι καλύπτομαι από θαλάσσια κύματα … Dictionary of Greek
Πόντω — Πόντος sea masc nom/voc/acc dual Πόντος sea masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόντῳ — Πόντος sea masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόντῳ — πόντος sea masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόντωι — Πόντῳ , Πόντος sea masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόντωι — πόντῳ , πόντος sea masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
Kydonen — (myk. ku do ni jo / Kudōnios; altgriechisch Κύδωνες Kýdones oder Κυδωνιάτας Kydoniátas)[1] ist die Bezeichnung eines bronzezeitlichen Volkes auf der griechischen Mittelmeerinsel Kreta. Nach ihnen beziehungsweise ihrem mythischen König Kydon… … Deutsch Wikipedia
Кидоны — Крит в античный период. На северо западе город Кидония (ныне Хания) … Википедия
ηχοποντώ — (ποιητ.τ.) εκπέμπω ήχους, ηχοβολώ, αντηχώ («ηχοποντεί στον άπειρο και καθαρόν αέρα», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + ποντώ < πόντος (πρβλ. κατα ποντώ)] … Dictionary of Greek